Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2009

Ενας γέρος

Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ' ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.

Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ' εμορφιά.

Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ' εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθές. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.

Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα·
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα - τι τρέλλα! -
την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Εχεις πολύν καιρό.»

Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ' ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.

... Μα απ' το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης


Ποτέ δεν είναι αργά...ζήσε το τώρα έντονα.
Αληθινά. Ξεχωριστά. Ιδιαίτερα. Δεν υπάρχει αύριο.
Μόνο τώρα...

1 σχόλια:

ΙΑΤ είπε...

Γιατί να ρέψουμε άδικα σ' άγονες, στείρες στράτες,
άχαροι,ανόρεχτοι,πικροί,στεγνοί,σκυφτοί διαβάτες
αφού μπροστά μας η άχραντη κι άπειρη Αρχή των όντων
ανοίγει κύκλους φωτεινούς καινούριων οριζόντων;

Γ.Βερίτης